- ὠμόσιτος
- ὠμό-σῑτος, ον,A eating raw meat, of the Sphinx, eating men raw, A.Th.541; χαλαί (also of the Sphinx) E.Ph.1025 (lyr.);
σκύλακες Id.Ba.338
.II [voice] Pass., eaten raw, Lyc.654.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκύλακες Id.Ba.338
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ωμόσιτος — ον, Α 1. (για τη Σφίγγα, επειδή έτρωγε ωμές σάρκες ανθρώπων) ωμοφάγος («Σφίγγ ὠμόσιτον», Αισχύλ.) 2. (με παθ. σημ.) αυτός που τρώγεται ωμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + σιτος (< σῖτος) πρβλ. φιλό σιτος] … Dictionary of Greek
ὠμόσιτον — ὠμόσῑτον , ὠμόσιτος eating raw meat masc/fem acc sg ὠμόσῑτον , ὠμόσιτος eating raw meat neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… … Dictionary of Greek
ωμοσιτία — ἡ, Α [ὠμόσιτος] το να τρώει κανείς ωμές τροφές … Dictionary of Greek
ωμός — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… … Dictionary of Greek
ὠμοσίτοις — ὠμοσί̱τοις , ὠμόσιτος eating raw meat masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοσίτου — ὠμοσί̱του , ὠμόσιτος eating raw meat masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμόσιτα — ὠμόσῑτα , ὠμόσιτος eating raw meat neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμόσιτοι — ὠμόσῑτοι , ὠμόσιτος eating raw meat masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)